οιακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
(28)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῡ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>].
|mltxt=(Α [[οἰακίζω]], ιων. τ. [[οἰηκίζω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]], [[χειρίζομαι]] τον οίακα του πλοίου, [[πηδαλιουχώ]] («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δίνω]] [[κατεύθυνση]], [[κυβερνώ]], [[καθοδηγώ]] (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ὁ κοινὸς [[βίος]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθύνω]], [[κινώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>οἰακίζομαι</i><br />(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ [[ῥαβδίον]] οἰακίζεσθαι» <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴαξ]]-, -<i>ᾱκος</i> / [[οἴηξ]], -<i>ηκος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

οἰακίζω, ιων. τ. οἰηκίζω)
1. στρέφω, χειρίζομαι τον οίακα του πλοίου, πηδαλιουχώ («ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος», Πολ.)
2. μτφ. δίνω κατεύθυνση, κυβερνώ, καθοδηγώ (α. «διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ», Αριστοτ.
β. «ὁ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεῶν τινος οἰακιζόμενος», Διόδ.)
αρχ.
1. κατευθύνω, κινώ
2. (το παθ.) οἰακίζομαι
(για άλογα) κατευθύνομαι, οδηγούμαι («ἀπὸ ῥαβδίον οἰακίζεσθαι» Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ-, -ᾱκος / οἴηξ, -ηκος].