προτιμώ: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(35)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [[τιμῶ]]<br />[[τιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] περισσότερο ή του [[αποδίδω]] μεγαλύτερη [[σημασία]], [[προκρίνω]] (α. «προτίμησε τον θάνατο από την [[ατιμία]]» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού αρέσει [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («προτιμά να παίζει [[παρά]] να μελετά»)<br /><b>2.</b> [[επιλέγω]] («τί προτιμάτε;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]] περισσότερο [[κάτι]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω [[μόρον]] ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἤ εὐπρεπέστεροι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[σκέπτομαι]] για [[κάτι]] («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προτιμῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />θεωρούμαι [[ανώτερος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «προτιμᾱσθαι ἀποθανεῑν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό [[θύμα]]<br />β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι [[δημόσια]].
|mltxt=προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [[τιμῶ]]<br />[[τιμώ]] κάποιον ή [[κάτι]] περισσότερο ή του [[αποδίδω]] μεγαλύτερη [[σημασία]], [[προκρίνω]] (α. «προτίμησε τον θάνατο από την [[ατιμία]]» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μού αρέσει [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («προτιμά να παίζει [[παρά]] να μελετά»)<br /><b>2.</b> [[επιλέγω]] («τί προτιμάτε;»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]] περισσότερο [[κάτι]] [[επειδή]] το [[θεωρώ]] πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω [[μόρον]] ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ [[εἶναι]] ἤ εὐπρεπέστεροι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῑν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φροντίζω]], [[σκέπτομαι]] για [[κάτι]] («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προτιμῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />θεωρούμαι [[ανώτερος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «προτιμᾱσθαι ἀποθανεῑν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό [[θύμα]]<br />β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι [[δημόσια]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 15 February 2019

Greek Monolingual

προτιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α τιμῶ
τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή του αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. μού αρέσει κάτι περισσότερο από κάτι άλλο («προτιμά να παίζει παρά να μελετά»)
2. επιλέγω («τί προτιμάτε;»)
αρχ.
1. εκτιμώ περισσότερο κάτι επειδή το θεωρώ πιο άξιο («οὕτω γυναικὸς οὐ προτιμήσω μόρον ἄνδρα κτανούσης δωμάτων ἐπίσκοπον», Αισχύλ.)
2. επιθυμώ κάτι περισσότερο από κάτι άλλο ή επιθυμώ κάτι πάρα πολύ (α. «προτιμέοντες καθαροὶ εἶναι ἤ εὐπρεπέστεροι», Ηρόδ.
β. «τὸν ἄν ἐγὼ πᾱσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῑν», Ηρόδ.)
3. φροντίζω, σκέπτομαι για κάτι («μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ' ὑλαγμάτων», Αισχύλ.)
4. παθ. προτιμῶμαι, -άομαι
θεωρούμαι ανώτερος
5. φρ. α) «προτιμᾱσθαι ἀποθανεῑν» — επιλέγομαι ως μελλοντικό θύμα
β) «προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινά» — προκρίνομαι δημόσια.