σηραγγώδης: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → Für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(nl) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ | |mltxt=-ες, / [[σηραγγώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σῆραγξ]], -<i>αγγος</i>]<br />(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, [[πορώδης]], [[σπογγώδης]] (α. «σηραγγώδες [[σώμα]]» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.<br />γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> <b>φρ.</b> α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου<br />β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το [[σώμα]] της κλειτορίδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ [[σηραγγώδης]] ἐστίν ἡ Ἴδη», <b>Παυσ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
ες,
A full of holes or caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.
German (Pape)
[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.
Greek (Liddell-Scott)
σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.
Greek Monolingual
-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).
Russian (Dvoretsky)
σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.