ἀλκυονίδες ἡμέραι: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(Created page with "==English== halcyon days {{pape |ptext=https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0100.png Seite 100 αἱ, att. ἁλκ., sc. ἁλκυόνειοι ἡμέραι,...")
 
mNo edit summary
Line 5: Line 5:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=([[αἱ]]) :<br /><i>c.</i> ἁλκυόνειοι ἡμέραι, jours heureux.
|btext=([[αἱ]]) :<br />jours halcyoniques, jours heureux, <i>période de calme sur mer (7 jours avant, 7 jours après le solstice d’hiver, pendant lesquels les halcyons font leurs nids)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλκυών]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:48, 30 March 2019

English

halcyon days

German (Pape)

[Seite 100] αἱ, att. ἁλκ., sc. ἁλκυόνειοι ἡμέραι, ἀλκυονίδες ἡμέραι, halkyonische Tage, die vierzehn Wintertage, während welcher der Eisvogel sein Nest baut, um welche Zeit das Meer ohne Stürme ist, Ar. Av. 1594, daher Symbol tiefer Ruhe; vgl. Arist. H. A. 5; Alciphr. 1, 1 u. Schol. Ar. Ran. 1305, wo sie ἁλκυονίτιδες ἡμέραι heißen.

French (Bailly abrégé)

(αἱ) :
jours halcyoniques, jours heureux, période de calme sur mer (7 jours avant, 7 jours après le solstice d’hiver, pendant lesquels les halcyons font leurs nids).
Étymologie: ἁλκυών.

Greek Monolingual

οι (Α ἀλκυονίδες, αἱ) (ενν. ημέρες ή ἡμέραι)
1. (κυριολ.) ημέρες καλοκαιρίας στην καρδιά του χειμώνα
2. μτφ. ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες ανάμεσα σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. της λ. ἀλκυονὶς με χρήση επιθέτου].

Greek Monotonic

ἀλκῠονίδες: αἱ (με ή χωρίς το ἡμέραι), οι δεκατέσσερις χειμωνιάτικες μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η αλκυόνα χτίζει τη φωλιά της και η θάλασσα είναι ήρεμη, οι αλκυονίδες ημέρες, παροιμ. για την αδιατάρακτη γαλήνη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[with or without ἡμέραι]
the 14 winter days during which the halcyon builds its nest, and the sea is calm, the halcyon days, proverb. of undisturbed tranquillity, Ar.

Dutch

rustig weer, vredige tijden

Swedish

sötebrödsdagar

Spanish

días tranquilos

Finnish

jäälinnun päivät

Italian

giorni alcionii

Vietnamese

những ngày thanh bình

Modern Greek

αλκυονίδες ημέρες