Κανδαύλης: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|etymtx=ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: Voc. <b class="b3">Κανδαῦλα</b>, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] <b class="b2">*dhau-</b> (= <b class="b2">*dheh₂u-</b>?) [[strangle]]<br />Etymology: - Acc. to Hippon. = <b class="b3">Κυνάγχα</b> (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (<b class="b3">Ἐρμῆς Τύχων</b>) and as term of dice-playing with Skt. <b class="b2">śva-ghnín-</b> prop. "dog-killer" (<b class="b3">κύων</b> = <b class="b2">śvan-</b> name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. <b class="b3">Θαύλιος</b> (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on <b class="b3">Κανδαύλης</b> Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct). | |etymtx=ου<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: Voc. <b class="b3">Κανδαῦλα</b>, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] <b class="b2">*dhau-</b> (= <b class="b2">*dheh₂u-</b>?) [[strangle]]<br />Etymology: - Acc. to Hippon. = <b class="b3">Κυνάγχα</b> (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (<b class="b3">Ἐρμῆς Τύχων</b>) and as term of dice-playing with Skt. <b class="b2">śva-ghnín-</b> prop. "dog-killer" (<b class="b3">κύων</b> = <b class="b2">śvan-</b> name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. <b class="b3">Θαύλιος</b> (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on <b class="b3">Κανδαύλης</b> Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct). | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EL== | |||
Στην ελληνική μυθολογία ο Κανδαύλης ήταν βασιλιάς της Λυδίας, γιος του Μύρσου και για τον λόγο αυτό αποκαλούμενος συνήθως Μυρσίλος, ο «τελευταίος των Ηρακλειδών». Ο Κανδαύλης δολοφονήθηκε με τη συνέργεια της συζύγου του από τον Γύγη, υπηρέτη του που ο Κανδαύλης τον θεωρούσε πιστό. Στη συνέχεια ο Γύγης έγινε βασιλιάς της Λυδίας με σύζυγό του την πρώην σύζυγο του Κανδαύλη. | |||
Στην μυθολογία των αρχαίων Λυδών, στην Μικρά Ασία, με το όνομα Κανδαύλης ήταν γνωστός ένας θεός, ο οποίος ταυτιζόταν ή τουλάχιστον παρομοιαζόταν προς τον θεό Ερμή ή προς τον ήρωα και ημίθεο Ηρακλή των αρχαίων Ελλήνων. | |||
Η πρακτική της επίδειξης της συντρόφου από τον σύντροφό της σε άλλους, έχει πάρει το όνομά της από τον Κανδαύλη και ονομάζεται κανδαυλισμός (Candaulism) στη διεθνή βιβλιογραφία. |
Revision as of 08:56, 7 April 2019
English (LSJ)
ὁ, Lydian name for Hermes, expld. as
A Candaules, dog-throttler, choke-dog, hound-choker, Hippon.1; name of a Lydian king, Hdt.1.7, al.
Greek Monolingual
Κανδαύλης, ὁ (Α)
1. λυδική ονομασία του Ερμή
2. όνομα Λυδού βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν-ός + ἄγχω «πνίγω, στραγγαλίζω». Ο Ερμής δηλ. εθεωρείτο προστάτης του παιχνιδιού τών ζαριών, ενώ το κύων πέρα από «σκύλος» σήμαινε και «κακή ζαριά». Η επίκληση λοιπόν κυνάγχα στον Ερμή αποσκοπούσε στο να «στραγγαλιστεί ο κύων», στο να αποφευχθεί δηλ. ή να εξουδετερωθεί η κακή ζαριά. Ανάλογη περίπτωση είναι και το αρχ. ινδ. svaghnin < svan- «σκύλος» αλλά και «κακή ζαριά» + -ghn-in «φονεύς». Το Κανδαύλης, επομένως, χρησιμοποιούμενο κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σύνθ. < καν- (από ΙΕ ρίζα kwon- «σκύλος», πρβλ. λατ. canis «σκύλος») + -δαυ- (από ΙΕ ρίζα dhau- «πνίγω, πιέζω», πρβλ. αρχ. σλαβ. daviti «στραγγαλίζω») + επίθημα -λᾱ- (< ΙΕ -lā-)].
Russian (Dvoretsky)
Κανδαύλης: ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her.
Frisk Etymological English
ου
Grammatical information: m.
Meaning: Voc. Κανδαῦλα, Lydian-Phrygian name of Hermes (Hippon. 1), also name of a Lydian king (Hdt.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [633, 235] *dhau- (= *dheh₂u-?) strangle
Etymology: - Acc. to Hippon. = Κυνάγχα (voc.) "dog-strangler"; relates to Hermes as god of dice (Ἐρμῆς Τύχων) and as term of dice-playing with Skt. śva-ghnín- prop. "dog-killer" (κύων = śvan- name of a unhappy throw) semant. identical. Sittig KZ 52, 204ff.; cf. Kretschmer Glotta 15, 192. Further s. Θαύλιος (of which a relation is quite uncertain). - Quite diff. on Κανδαύλης Bolling Lang. 3, 15ff. (not correct).
Wikipedia EL
Στην ελληνική μυθολογία ο Κανδαύλης ήταν βασιλιάς της Λυδίας, γιος του Μύρσου και για τον λόγο αυτό αποκαλούμενος συνήθως Μυρσίλος, ο «τελευταίος των Ηρακλειδών». Ο Κανδαύλης δολοφονήθηκε με τη συνέργεια της συζύγου του από τον Γύγη, υπηρέτη του που ο Κανδαύλης τον θεωρούσε πιστό. Στη συνέχεια ο Γύγης έγινε βασιλιάς της Λυδίας με σύζυγό του την πρώην σύζυγο του Κανδαύλη.
Στην μυθολογία των αρχαίων Λυδών, στην Μικρά Ασία, με το όνομα Κανδαύλης ήταν γνωστός ένας θεός, ο οποίος ταυτιζόταν ή τουλάχιστον παρομοιαζόταν προς τον θεό Ερμή ή προς τον ήρωα και ημίθεο Ηρακλή των αρχαίων Ελλήνων.
Η πρακτική της επίδειξης της συντρόφου από τον σύντροφό της σε άλλους, έχει πάρει το όνομά της από τον Κανδαύλη και ονομάζεται κανδαυλισμός (Candaulism) στη διεθνή βιβλιογραφία.