οἰωνόμαντις: Difference between revisions
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b3">, ὁ</b>" to ", ὁ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oionomantis | |Transliteration C=oionomantis | ||
|Beta Code=oi)wno/mantis | |Beta Code=oi)wno/mantis | ||
|Definition=εως | |Definition=εως, ὁ and ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one who takes omens from the flight and cries of birds</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 767</span> ;=Lat. <b class="b2">augur</b>, <span class="bibl">D.H.3.69</span>,<span class="bibl">72</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:00, 14 September 2019
English (LSJ)
εως, ὁ and ἡ,
A one who takes omens from the flight and cries of birds, E.Ph. 767 ;=Lat. augur, D.H.3.69,72.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνόμαντις: -εως, ὁ, καὶ ἡ, ὁ μαντευόμενος ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Εὐρ. Φοίν. 767, Διον. Ἁλ. 3. 69, 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 537.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
devin qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνός, μάντις.
Greek Monolingual
οἰωνόμαντις, ὁ (Α)
οιωνοσκόπος («οἰωνόμαντις Τειρεσίας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μάντις.
Greek Monotonic
οἰωνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που λαμβάνει προμηνύματα από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνόμαντις: εως ὁ птицегадатель Eur.
Middle Liddell
οἰωνό-μαντις, εως,
one who takes omens from the flight and cries of birds, an augur, Eur.