ἐνώτιον: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(1b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[ἐνῴδιον]].
|etymtx=See also: s. [[ἐνῴδιον]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἐνώτιον''': {enṓtion}<br />'''See also''': s. [[ἐνῴδιον]].<br />'''Page''' 1,527
}}
}}

Revision as of 14:50, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνώτιον Medium diacritics: ἐνώτιον Low diacritics: ενώτιον Capitals: ΕΝΩΤΙΟΝ
Transliteration A: enṓtion Transliteration B: enōtion Transliteration C: enotion Beta Code: e)nw/tion

English (LSJ)

τό, (οὖς)

   A ear-ring, A.Fr.102, Testamentum Platonisap. D.L.3.42, Aen.Tact.31.7, IG11(2).161B26(Delos, iii B. C.), Hedyl. ap.Ath.8.345b, etc.; cf. ἐνώδιον.

German (Pape)

[Seite 861] τό, das Ohrgehänge, gew. im plur.; Aeschyl. bei Poll. 10, 175. 2, 83; Hedyl. Ath. VIII, 345 a; D. L. 3, 42. S. ἐνώδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνώτιον: τό, (οὖς), «σκουλαρίκι», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 101, Ἡδύλος παρ᾿ Ἀθην. 345Β, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 42· πρβλ. ἐνῴδιον.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Grafía: graf. ἐνοιτ- PDura 30.21, PEuphr.12.18 (ambos III d.C.)
gener. plu. pendientes, zarcillos A.Fr.102, Aen.Tact.31.7, LXX Ge.24.22, IG 11(2).161B.26 (Delos III a.C.), Sel.Pap.3.10 (I a.C.), Ath.331e, PDura l.c., Ael.VH 1.18, Pall.V.Chrys.10.6, tb. sg. Hedyl.1502P., D.L.3.42, POxy.3491.7 (II d.C.), PEuphr.l.c., Euagr.Pont.Schol.Pr.307.1, cf. ἐνώδιον.

Greek Monolingual

το (AM ἐνώτιον)
κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκιἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» — μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι
2. αρχιτ. ενώτια
τα σφαιρικά τρίγωνα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα υπόβαθρα όπου επικάθεται ο τρούλλος και στη βάση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενωτὶ (δοτ. εν. του ούς) με επίθημα -ον].

Russian (Dvoretsky)

ἐνώτιον: τό серьга Aesch., Diog. L.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐνῴδιον.

Frisk Etymology German

ἐνώτιον: {enṓtion}
See also: s. ἐνῴδιον.
Page 1,527