ὄνωνις: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(2b) |
(2a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: plantname <b class="b2">rest-harrow, Ononis antiquorum</b> (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ίς</b>)<br />Derivatives: <b class="b3">ὀνωνῖτις</b> f. <b class="b2">id.</b> (Ps.-Dsc.; Redard 75).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Furnée 340f. compares <b class="b3">ἀνωνίς</b> (Dsc.). So a Pre-Greek word. | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: plantname <b class="b2">rest-harrow, Ononis antiquorum</b> (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).<br />Other forms: (<b class="b3">-ίς</b>)<br />Derivatives: <b class="b3">ὀνωνῖτις</b> f. <b class="b2">id.</b> (Ps.-Dsc.; Redard 75).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Furnée 340f. compares <b class="b3">ἀνωνίς</b> (Dsc.). So a Pre-Greek word. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ὄνωνις''': {ónōnis}<br />'''Forms''': (-ίς)<br />'''Grammar''': f.<br />'''See also''': s. [[ὄνος]].<br />'''Page''' 2,399 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 2 October 2019
English (LSJ)
or ὀνωνίς, ιδος, ἡ,
A rest-harrow, Ononis antiquorum, Thphr. HP6.1.3, Dsc.3.131 ; τρηχεῖαν ὄνωνιν Call.Fr.anon.366 (ap.Plu.2.44e, al., v.l. ἄνωνιν): metaph., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα this troublesome weed (perh. with a play on ὄνος), Com.Adesp.438.
German (Pape)
[Seite 351] ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνωνις: -ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, Διοσκ. 3, 437 (147) ἐκ τῶν νόθων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· τρηχεῖαν ὄνωνιν Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 44Ε· μεταφ., ἐς [τὴν] πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα, τὸ ὀχληρὸν τοῦτο φυτὸν (ἴσως μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως ὄνος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 537· - ἴδε ὄνοσμα. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. σ. 349.
French (Bailly abrégé)
ὀνώνιδος (ἡ) :
sorte de plante légumineuse odorante.
Étymologie: DELG ὄνος.
Greek Monolingual
η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα κυριότερα, με τις κοινές ονομασίες παλαμίδι ή ανωνίδα ή πλαταμωνίδα ή έλινας, βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και προκόχορτο
αρχ.
ενοχλητικό φυτό, πιθ. με λογοπαίγνιο στη λ. όνος («ἐς πόλιν ἄξεις τήνδε τὴν ὀνώνιδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ὄνος, αλλά είναι δυσερμήνευτος ο σχηματισμός του].
Russian (Dvoretsky)
ὄνωνις: ιδος ἡ (acc. ὄνωνιν) бот. ононида, воловья трава (Ononis arvensis) Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: plantname rest-harrow, Ononis antiquorum (Thphr.); cf. Strömberg 61, 155; s.v.).
Other forms: (-ίς)
Derivatives: ὀνωνῖτις f. id. (Ps.-Dsc.; Redard 75).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Furnée 340f. compares ἀνωνίς (Dsc.). So a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
ὄνωνις: {ónōnis}
Forms: (-ίς)
Grammar: f.
See also: s. ὄνος.
Page 2,399