Τύριος: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "*" to "*") |
(c2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Τύριος]], η, ον [[Τύρος]]<br />of [[Tyre]], Tyrian, Hdt., etc. | |mdlsjtxt=[[Τύριος]], η, ον [[Τύρος]]<br />of [[Tyre]], Tyrian, Hdt., etc. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':TÚrioj 替里哦士<p>'''詞類次數''':專有名詞(1)<p>'''原文字根''':巖石<p>'''字義溯源''':推羅人,推羅的;源自([[Τύρος]])=推羅),腓尼基靠海的城,字義:巖石<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 推羅人(1) 徒12:20 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῠ], α, ον,
A Tyrian, Hdt.2.112, etc.; πορφύρα PHolm.26.8,23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Tyr, tyrien.
Étymologie: Τύρος.
English (Strong)
from Τύρος; a Tyrian, i.e. inhabitant of Tyrus: of Tyre.
English (Thayer)
Τύριου, ὁ, ἡ, a Tyrian, inhabitant of Tyre: Herodotus, others.))
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α Τύρος
1. κάτοικος της πόλης Τύρου
2. αυτός που κατάγεται από την Τύρο
3. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από την Τύρο.
Greek Monotonic
Τύριος: -α, -ον (Τύρος), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Τύριος: (ῠ) тирский Her., Trag.
II ὁ тириец Her., Arst.
Middle Liddell
Τύριος, η, ον Τύρος
of Tyre, Tyrian, Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:TÚrioj 替里哦士詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:巖石
字義溯源:推羅人,推羅的;源自(Τύρος)=推羅),腓尼基靠海的城,字義:巖石
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 推羅人(1) 徒12:20