καταβαρύνω: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(c1) |
(cc1) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':barÚnw 巴呂挪< | |sngr='''原文音譯''':barÚnw 巴呂挪<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(成為)重<br />'''字義溯源''':加重擔,累住,壓下悲傷,載重過多;源自 ([[βαρύς]])=煩重的,而 ([[βαρύς]])出自([[βάρος]])*=重量)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 累住(1) 路21:34 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 3 October 2019
English (LSJ)
A = καταβαρέω, Thphr.Vert.9:—in Pass., LXX 2 Ki. 13.25, al.; of sleep, Ev.Marc.14.40: metaph., κ. τὸν βίον Antip. ap. Stob.4.22.25, cf. Corp.Herm.2.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1339] = καταβαρέω, LXX; τὸν βίον Antin. Stob. fl. 67, 25.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρύνω: καταβαρέω, Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 9· μεταφ., κ. τὸν βίον Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 44, πρβλ. Ἑρμῆν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 404.
Greek Monolingual
και καταβαραίνω (Α καταβαρύνω)
(κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες»)
νεοελλ.
1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος
2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά, παραβαραίνω
3. (για πρόσ.) γίνομαι δυσκίνητος, δύσκαμπτος
4. (για ασθενείς) παρουσιάζω μεγάλη επιδείνωση, πάω προς το χειρότερο.
Russian (Dvoretsky)
καταβᾰρύνω: обременять; pass. тяжелеть (от сна) (οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βαρύνω neerdrukken:. ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καταβαρυνόμενοι want hun ogen waren zwaar (van de slaap) NT Marc. 14.40.
Chinese
原文音譯:barÚnw 巴呂挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)重
字義溯源:加重擔,累住,壓下悲傷,載重過多;源自 (βαρύς)=煩重的,而 (βαρύς)出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 累住(1) 路21:34