прочный: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παραμόνιμος]], [[παρμόνιμος]], [[ἐπιστατικός]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἀμαιμάκετος]], [[μόνιμος]], [[ἀτειρής]], [[ἔμμονος]], [[δευσοποιός]], [[ἔμπεδος]], [[εὐπρυμνής]], [[δυσραγής]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[συστατός]], [[σύστατος]], [[κραταιγύαλος]], [[ἐμβριθής]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]] | |rueltext=[[ἐχυρός]], [[παραμόνιμος]], [[παρμόνιμος]], [[ἐπιστατικός]], [[κάτοχος]], [[βέβαιος]], [[ὀχυρός]], [[ἰσχυρός]], [[ἀμαιμάκετος]], [[μόνιμος]], [[ἀτειρής]], [[ἔμμονος]], [[δευσοποιός]], [[ἔμπεδος]], [[εὐπρυμνής]], [[δυσραγής]], [[καρτερός]], [[ῥωμαλέος]], [[συστατός]], [[σύστατος]], [[κραταιγύαλος]], [[ἐμβριθής]], [[εὐσταθής]], [[ἐϋσταθής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐχυρός, παραμόνιμος, παρμόνιμος, ἐπιστατικός, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἰσχυρός, ἀμαιμάκετος, μόνιμος, ἀτειρής, ἔμμονος, δευσοποιός, ἔμπεδος, εὐπρυμνής, δυσραγής, καρτερός, ῥωμαλέος, συστατός, σύστατος, κραταιγύαλος, ἐμβριθής, εὐσταθής, ἐϋσταθής