объезжать: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπαλάομαι]], [[ἐγκυκλόω]], [[ἐκπεριέρχομαι]], [[περιγνάμπτω]], [[ναυτίλλομαι]], [[παρακομίζω]], [[δαμάζω]], [[δαμάω]], [[δαμνάω]], [[δάμνημι]], [[δαμάσδω]], [[παρανίσσομαι]], [[ἱππάζομαι]], [[περιπορεύομαι]] | |rueltext=[[περιάγω]], [[ἐπινέμω]], [[περιπολέω]], [[ἐπαλάομαι]], [[ἐγκυκλόω]], [[ἐκπεριέρχομαι]], [[περιγνάμπτω]], [[ναυτίλλομαι]], [[παρακομίζω]], [[δαμάζω]], [[δαμάω]], [[δαμνάω]], [[δάμνημι]], [[δαμάσδω]], [[παρανίσσομαι]], [[ἱππάζομαι]], [[περιπορεύομαι]], [[παρελαύνω]], [[ἑλίσσω]], [[περιελαύνω]], [[κάμπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 15 October 2019
Russian > Greek
περιάγω, ἐπινέμω, περιπολέω, ἐπαλάομαι, ἐγκυκλόω, ἐκπεριέρχομαι, περιγνάμπτω, ναυτίλλομαι, παρακομίζω, δαμάζω, δαμάω, δαμνάω, δάμνημι, δαμάσδω, παρανίσσομαι, ἱππάζομαι, περιπορεύομαι, παρελαύνω, ἑλίσσω, περιελαύνω, κάμπτω