пребывать: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[στρέφω]], [[πολεύω]], [[προσανέχω]], [[χρονίζω]], [[στρωφάω]], [[ἐπιμένω]], [[καταγίγνομαι]], [[καταγίνομαι]], [[ἐμμένω]], [[μιμνάζω]], [[ἀπομένω]], [[προσμένω]], [[ἐνστρέφω]], [[διαγίγνομαι]], [[διαγίνομαι]], [[παρεπιδημέω]], [[διατρίβω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[μένω]], [[περιπατέω]], [[βαίνω]] | |rueltext=[[ὁμιλέω]], [[ἀναστρέφω]], [[στρέφω]], [[πολεύω]], [[προσανέχω]], [[χρονίζω]], [[στρωφάω]], [[ἐπιμένω]], [[καταγίγνομαι]], [[καταγίνομαι]], [[ἐμμένω]], [[μιμνάζω]], [[ἀπομένω]], [[προσμένω]], [[ἐνστρέφω]], [[διαγίγνομαι]], [[διαγίνομαι]], [[παρεπιδημέω]], [[διατρίβω]], [[θακέω]], [[θωκέω]], [[μένω]], [[περιπατέω]], [[βαίνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:05, 15 October 2019
Russian > Greek
ὁμιλέω, ἀναστρέφω, στρέφω, πολεύω, προσανέχω, χρονίζω, στρωφάω, ἐπιμένω, καταγίγνομαι, καταγίνομαι, ἐμμένω, μιμνάζω, ἀπομένω, προσμένω, ἐνστρέφω, διαγίγνομαι, διαγίνομαι, παρεπιδημέω, διατρίβω, θακέω, θωκέω, μένω, περιπατέω, βαίνω