воскрешать: Difference between revisions
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(1) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγείρω]] | |rueltext=[[ἐγείρω]] ;; [[ἐπεγείρω]] ;; [[ζῳοποιέω]] ;; [[συζωοποιέω]] ;; [[ἀναζωπυρέω]] ;; [[καινοποιέω]] ;; [[ἀναβιόω]] ;; [[ἀναβιώσκομαι]] ;; [[ἀναζωγρέω]] ;; [[σωματοποιέω]] ;; [[συνεγείρω]] ;; [[ἀναπληρόω]] ;; [[ἀναλαμβάνω]] ;; [[ἀνίστημι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐγείρω ;; ἐπεγείρω ;; ζῳοποιέω ;; συζωοποιέω ;; ἀναζωπυρέω ;; καινοποιέω ;; ἀναβιόω ;; ἀναβιώσκομαι ;; ἀναζωγρέω ;; σωματοποιέω ;; συνεγείρω ;; ἀναπληρόω ;; ἀναλαμβάνω ;; ἀνίστημι