τετράρρυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ρρυμος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρυμούς και [[οκτώ]] ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... [[ἅρμα]] τετράρρυμόν τε και ἵππων [[ὀκτώ]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυμός]] «[[τιμόνι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πολύρρυμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:02, 4 November 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράρρῡμος Medium diacritics: τετράρρυμος Low diacritics: τετράρρυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΡΡΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrárrymos Transliteration B: tetrarrymos Transliteration C: tetrarrymos Beta Code: tetra/rrumos

English (LSJ)

ον,

   A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42.    II τετράρυμον ἄμφοδον = compitus, block of buildings surrounded by four streets, Gloss. (from ῥύμη street).

Greek (Liddell-Scott)

τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύρρυμος)].

Greek Monotonic

τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).

Middle Liddell

τετράρ-ρῡμος, ον,
with four poles, i. e. eight-horsed, Xen.