περιφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perifronitikos
|Transliteration C=perifronitikos
|Beta Code=perifronhtiko/s
|Beta Code=perifronhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contemptuous</b>, c. gen., <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.233</span> D.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[contemptuous]], c. gen., <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.233</span> D.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:35, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφρονητικός Medium diacritics: περιφρονητικός Low diacritics: περιφρονητικός Capitals: ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: periphronētikós Transliteration B: periphronētikos Transliteration C: perifronitikos Beta Code: perifronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, c. gen., Eun.Hist.p.233 D.

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ περιφρονῇ, περιφρονητικοὺς τῶν ὁρωμένων Εὐνάπ. 46, 21, Εὐστ. Πονημάτ. 319, 1. ― Ἐπίρρ., περιφρονητικῶς Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 305, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιφρονητής
αυτός που εκφράζει περιφρόνηση, που γίνεται για να δείξει περιφρόνηση.
επίρρ...
περιφρονητικῶς ΝΜΑ και περιφρονητικά Ν
με περιφρόνηση, με τρόπο που δείχνει περιφρόνηση.