προσήνεια: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosineia | |Transliteration C=prosineia | ||
|Beta Code=prosh/neia | |Beta Code=prosh/neia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">mildness, softness</b>, <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake <b class="b2">of ease</b> or | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">mildness, softness</b>, <b class="b3">προσηνείης εἵνεκεν</b> for the sake <b class="b2">of ease</b> or [[comfort]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>21</span>; <b class="b3">μετὰ προσηνείας</b> cj. in Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.10.18.5</span>; [[quietude]], Sm.<span class="title">Ec.</span>9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.194</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language, ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194.
German (Pape)
[Seite 765] ἡ, Milde, Sanftheit, Freundlichkeit, Sp., S. Emp. adv. gramm. 194.
Greek (Liddell-Scott)
προσήνεια: ἡ, πραότης, ἀγαθοφροσύνη, ἠπιότης, προσηνείης εἵνεκεν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ἐπὶ γλώσσης ἢ τρόπου τοῦ λέγειν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 194.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α προσηνής
ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
ηπιότητα, ησυχία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσήνεια -ας, ἡ [προσηνής] behaaglijkheid:. προσηνείης εἵνεκεν voor comfort Hp. Acut. 21.
Russian (Dvoretsky)
προσήνεια: ἡ приятность, легкость (τῶν δηλουμενων Sext.).