σάρος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=saros | |Transliteration C=saros | ||
|Beta Code=sa/ros | |Beta Code=sa/ros | ||
|Definition=or σαρός, ὁ, a Babylonian <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">cycle of years</b> (<span class="bibl">3600</span>), <span class="bibl">Abyd.1</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Babylonian <b class="b2">cycle of</b> <span class="bibl">222</span> | |Definition=or σαρός, ὁ, a Babylonian <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">cycle of years</b> (<span class="bibl">3600</span>), <span class="bibl">Abyd.1</span>, cf. Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Babylonian <b class="b2">cycle of</b> <span class="bibl">222</span> [[months]], Suid.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 28 June 2020
English (LSJ)
or σαρός, ὁ, a Babylonian
A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch. 2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.
Greek (Liddell-Scott)
σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
balai.
Étymologie: R. Σαρ, frotter, nettoyer ; cf. σαίρω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σαρός και σαιρός Α
νεοελλ.
αστρον. περίοδος 18 ετών και 11, 3 περίπου ημερών, κατά το τέλος της οποίας η Γη, ο Ήλιος, η Σελήνη και η γραμμή τών δεσμών της επανέρχονται στις ίδιες σχετικές μεταξύ τους θέσεις και αποστάσεις και αρχίζει να επαναλαμβάνεται ο κύκλος τών ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων
αρχ.
1. χαλδαϊκός κύκλος 3.600 ετών
2. χαλδαϊκός κύκλος 222 μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακκαδ. shāru (πρβλ. αγγλ. saros)].
Russian (Dvoretsky)
σάρος: (ᾰ), v. l. σᾰρός ὁ σαίρω метла, веник Plut., Anth.