τυντλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(42) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tyntlodis | |Transliteration C=tyntlodis | ||
|Beta Code=tuntlw/dhs | |Beta Code=tuntlw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[muddy]], <b class="b3">λόγος</b> (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) <span class="title">Com.Adesp.</span>909.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:50, 28 June 2020
English (LSJ)
ες,
A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.
Greek (Liddell-Scott)
τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».