ἀργυρώνητος: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyronitos
|Transliteration C=argyronitos
|Beta Code=a)rgurw/nhtos
|Beta Code=a)rgurw/nhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bought with silver</b>, θεράποντες <span class="bibl">Hdt.4.72</span>; ὑφαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>949</span>; <b class="b3">ὁ ἀ</b>., i. e. <b class="b2">slave</b>, <span class="bibl">Isoc.14.18</span>; ἀ. σέθεν <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>676</span>; ἀ. ἄμπελος <span class="title">PAvrom.</span>1<span class="title">A</span> 16 (i B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.198</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bought with silver</b>, θεράποντες <span class="bibl">Hdt.4.72</span>; ὑφαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>949</span>; <b class="b3">ὁ ἀ</b>., i. e. [[slave]], <span class="bibl">Isoc.14.18</span>; ἀ. σέθεν <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>676</span>; ἀ. ἄμπελος <span class="title">PAvrom.</span>1<span class="title">A</span> 16 (i B.C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.198</span> (ii A.D.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:05, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρώνητος Medium diacritics: ἀργυρώνητος Low diacritics: αργυρώνητος Capitals: ΑΡΓΥΡΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: argyrṓnētos Transliteration B: argyrōnētos Transliteration C: argyronitos Beta Code: a)rgurw/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A bought with silver, θεράποντες Hdt.4.72; ὑφαί A.Ag.949; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18; ἀ. σέθεν E.Alc.676; ἀ. ἄμπελος PAvrom.1A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρώνητος: -ον, ὁ δι’ ἀργυρίου ἀγορασθείς, ἀργυρώνητοι οὐκ εἰσί σφι θεράποντες Ἡρόδ. 4. 72· φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους δ’ ὑφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 949· ὁ ἀργ., δηλ. δοῦλος, δουλεύειν ἀντὶ τῶν ἀργυρωνήτων Ἰσοκρ. 300Β· ἀργυρ. σέθεν Εὐρ. Ἄλκ. 676.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
acheté à prix d’argent ; ὁ ἀργυρώνητος esclave acheté à prix d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ὠνέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρώνητος) -ον
I 1comparado a precio de plata, preciado ὑφαί A.A.949.
2 comprado con dinero de servidores y esclavos, Hdt.4.72, op. a μισθωτός LXX Iu.4.10, a οἰκογενής D.S.1.70
ἄμπελος PAvrom.1a.16 (I a.C.).
II subst. ὁ ἀ. esclavo comprado ἀ. σέθεν E.Alc.676, οἱ μὲν οὐδὲν ἧττον τῶν ἀργυρωνήτων δουλεύουσιν Isoc.14.18, cf. 4.123, D.17.3, ὑπὸ ἀργυρωνήτων ... διακονεῖσθαι Timae.11, οἰκέτην ... ἢ ἀργυρώνητον LXX Ex.12.44, cf. Ge.17.12, 13, (κυρία) εὐαρέστη ἀργυρωνήτῳ Vit.Aesop.G.32, cf. BGU 1105.21 (I a.C.), Lyd.Mag.3.62.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀργυρώνητος, -ον)
αυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, που έχει δωροδοκηθεί, ο πουλημένος
αρχ.
ως ουσ. ο αγορασμένος με χρήματα, ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ωνητός < ωνούμαι «αγοράζω, παζαρεύω»].

Greek Monotonic

ἀργῠρώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί με ασημένια νομίσματα, λέγεται για δούλο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρώνητος: II ὁ (купленный за деньги) раб Eur., Isocr.
купленный на деньги (ὑφαί Aesch.; θεράποντες Her.; μισθωτὸς ἢ ἀ. Plut.).

Middle Liddell

ὠνέομαι
bought with silver, Hdt., Aesch.