ἐρίδουπος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eridoupos | |Transliteration C=eridoupos | ||
|Beta Code=e)ri/doupos | |Beta Code=e)ri/doupos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, <b class="b3">ἀκταί, ποταμοί</b>, <span class="bibl">Il.20.50</span>, <span class="bibl">Od.10.515</span> ; αἴθουσα <span class="bibl">Il.24.323</span>, <span class="bibl">Od.20.176</span> ; | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, <b class="b3">ἀκταί, ποταμοί</b>, <span class="bibl">Il.20.50</span>, <span class="bibl">Od.10.515</span> ; αἴθουσα <span class="bibl">Il.24.323</span>, <span class="bibl">Od.20.176</span> ; [[resounding]], ἀκοή <span class="bibl">Emp.4.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515 ; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176 ; resounding, ἀκοή Emp.4.11.
German (Pape)
[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.
English (Autenrieth)
see ἐρίγδουπος.
Greek Monolingual
ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].
Greek Monotonic
ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.
Middle Liddell
ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]