λογχοφόρος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(1ba) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logchoforos | |Transliteration C=logchoforos | ||
|Beta Code=logxofo/ros | |Beta Code=logxofo/ros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">spear-bearing</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hec.</span>1089</span>: as Subst. <b class="b3">λ., ὁ</b>, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">spear-bearing</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Hec.</span>1089</span>: as Subst. <b class="b3">λ., ὁ</b>, [[spearman]], [[pikeman]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1294</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.1.5</span>, <span class="bibl">Plb.3.84.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1241 ii 16</span> (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6154.6</span> (i B. C.), <span class="title">Bull.Soc.Alex.</span>7.64.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:13, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A spear-bearing, Id.Hec.1089: as Subst. λ., ὁ, spearman, pikeman, Ar.Pax1294, X.Cyr.2.1.5, Plb.3.84.14, POxy.1241 ii 16 (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. Sammelb.6154.6 (i B. C.), Bull.Soc.Alex.7.64.
Greek (Liddell-Scott)
λογχοφόρος: -ον, ὁ φέρων λόγχην, Εὐρ. Ἑκ. 1089· ὡς οὐσιαστ. λογχοφόρος, ὁ, ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ· ἰὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1294, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
porteur de lance ; ὁ λογχοφόρος lancier.
Étymologie: λόγχη, φέρω.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λογχοφόρος, -ον)
1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι
ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) είδος χορού, αλλ. λανσιέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος].
Greek Monotonic
λογχοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κουβαλάει λόγχη, σε Ευρ.· ως ουσ., ακοντιστής, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λογχοφόρος: II ὁ копьеносец, копейщик Xen., Plut.
копьеносный, вооруженный копьями (Θρῄκης γένος Eur.).
Middle Liddell
λογχο-φόρος, ον φέρω
spear-bearing, Eur.: as Subst. a spear-man, pike-man, Ar., Xen., etc.