θεατροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theatrokopos
|Transliteration C=theatrokopos
|Beta Code=qeatroko/pos
|Beta Code=qeatroko/pos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">courting applause</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>165</span>:</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[courting applause]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>165</span>:</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:20, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτροκόπος Medium diacritics: θεατροκόπος Low diacritics: θεατροκόπος Capitals: ΘΕΑΤΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: theatrokópos Transliteration B: theatrokopos Transliteration C: theatrokopos Beta Code: qeatroko/pos

English (LSJ)

ον,

   A courting applause, Ptol.Tetr.165:

German (Pape)

[Seite 1190] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροκόπος: -ον, ἐπιδιώκων ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 231· πρβλ. δημοκόπος· - ἐντεῦθεν, -κοπέω, ἐπιδιώκω ἐπευφημίας διά τι πρᾶγμα, ὕμνους, ᾄδων ὕμνους, Χρησμ. Σιβ. 5. 141 (ἔνθα τὸ θεα- εἶνε μία συλλαβὴ κατὰ συνίζησιν)· καὶ -κοπία, ἡ, ἐπιδίωξις ἐπευφημίας, Ἀρτεμίδ. 2. 75· πρβλ. θεατροσκοπία.

Greek Monolingual

θεατροκόπος, -ον (Α)
αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος. ξυλο-κόπος.