μονορύχης: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monorychis | |Transliteration C=monorychis | ||
|Beta Code=monoru/xhs | |Beta Code=monoru/xhs | ||
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[digging with one point]], ὄρυξ <span class="title">AP</span>6.297 (Phan.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 30 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.
Greek (Liddell-Scott)
μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.
Greek Monolingual
μονορύχης και ιων. τ. μουνορύχης, ὁ (Α)
(για εργαλείο) αυτός που σκάβει με ένα μόνο οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ορύχης (< ορύσσω)].
Greek Monotonic
μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει με τη μία μόνο άκρη της δικέλλας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μονορύχης: дор. μουνορύχᾱς, ᾱ (ῠ) adj. роющий одним лишь острием, т. е. однозубый (ὄρυξ Anth.).