Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελισσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melissotrofos
|Transliteration C=melissotrofos
|Beta Code=melissotro/fos
|Beta Code=melissotro/fos
|Definition=Att. μελιττ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding bees</b>, Σαλαμίς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>799</span> (lyr.); χώρα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span>.</span>
|Definition=Att. μελιττ-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[feeding bees]], Σαλαμίς <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>799</span> (lyr.); χώρα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοτρόφος Medium diacritics: μελισσοτρόφος Low diacritics: μελισσοτρόφος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: melissotróphos Transliteration B: melissotrophos Transliteration C: melissotrofos Beta Code: melissotro/fos

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ον,

   A feeding bees, Σαλαμίς E.Tr.799 (lyr.); χώρα J.BJ4.8.3.

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττοτρ., Bienen ernährend, haltend, Bienenzüchter; Σαλαμίς, Eur. Troad. 794; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοτρόφος: Ἀττ. μελιττ-, ον, ὁ τρέφων μελίσσας, Σαλαμὶς Εὐρ. Τρῳ. 795· μ. ἡ χώρα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des abeilles.
Étymologie: μέλισσα, τρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοτρόφος και αττ. τ. μελιττοτρόφος)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η μελισσοτρόφος
αυτός που εκτρέφει μέλισσες, μελισσοκόμος
αρχ.
ως επίθ. αυτός που τρέφει πολλά μελίσσια, που παράγει πολύ μέλι («μελισσοτρόφου Σαλαμῑνος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

μελισσοτρόφος: Αττ. μελιττ-, -ον, αυτός που εκτρέφει μέλισσες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελισσοτρόφος: атт. μελιττοτρόφος ὁ питающий пчел (Σαλαμίς Eur.).

Middle Liddell

feeding bees, Eur.