περιπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripigis
|Transliteration C=peripigis
|Beta Code=periphgh/s
|Beta Code=periphgh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">congealed around</b>, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 107</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[congealed around]], λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span> 107</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:08, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπηγής Medium diacritics: περιπηγής Low diacritics: περιπηγής Capitals: ΠΕΡΙΠΗΓΗΣ
Transliteration A: peripēgḗs Transliteration B: peripēgēs Transliteration C: peripigis Beta Code: periphgh/s

English (LSJ)

ές,

   A congealed around, λιβάνοιο Χύσις π. θάμνοις Nic.Al. 107.

German (Pape)

[Seite 587] ές, darum, daran geronnen, c. dat., Nic. Al. 107.

Greek (Liddell-Scott)

περιπηγής: -ές, ὁ πεπηγμένος περί τι, «περιπαγεὶς ἢ ἐμπαγεὶς» (Ἡσύχ.), λιβάνοιο λύσιν περιπηγέα θάμνοις, «ἐπεὶ περίκειται τοῖς κλάδοις τὸ δάκρυον τῆς λιβάνου» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 107.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής].