πτωχοποιός: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ptochopoios | |Transliteration C=ptochopoios | ||
|Beta Code=ptwxopoio/s | |Beta Code=ptwxopoio/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[drawing beggarly characters]], of a poet, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>842</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[making poor]], δικαιοσύνη Plu.<span class="title">Comp.Arist.Cat.</span>3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 1 July 2020
English (LSJ)
όν,
A drawing beggarly characters, of a poet, Ar.Ra.842. 2 making poor, δικαιοσύνη Plu.Comp.Arist.Cat.3.
German (Pape)
[Seite 813] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχοποιός: -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, δικαιοσύνη Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 faiseur de mendiants (Euripide);
2 qui réduit à la mendicité.
Étymologie: πτωχός, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.)
2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -ποιός].
Greek Monotonic
πτωχοποιός: -όν,
1. αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.
2. αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πτωχοποιός:
1) доводящий до нищенства Plut.;
2) ирон. изображающий (в своих произведениях множество) нищих (sc. Εὐριπίδης Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωχοποιός -όν [πτωχός, ποιέω] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.
Middle Liddell
πτωχο-ποιός, όν
1. drawing beggarly characters, of a poet, Ar.
2. making poor, Plut.