ῥηματικός: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rimatikos | |Transliteration C=rimatikos | ||
|Beta Code=r(hmatiko/s | |Beta Code=r(hmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a verb</b>: <b class="b3">τὸ ῥ</b>. <b class="b2">a verbal form</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a verb</b>: <b class="b3">τὸ ῥ</b>. <b class="b2">a verbal form</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span> 22</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.195</span>; [[derived from a verb]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>135.14</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.381.22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a verb: τὸ ῥ. a verbal form, D.H.Comp. 22, S.E.M.1.195; derived from a verb, A.D.Adv.135.14. Adv. -κῶς Eust.381.22.
German (Pape)
[Seite 840] zum Worte zur Rede gehörig, das Wort, die Rede betreffend, wörtlich, Gramm.; das Verbum betreffend, S. Emp. adv. gramm. 195, adv.
Greek (Liddell-Scott)
ῥημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥῆμα, τὸ ῥηματικόν, τὸ ῥῆμα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 195, Ἀπολλών. - Ἐπίρρημ. -κῶς, Εὐστ. 381, 22.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥηματικός, -ή, -όν, ΝΑ ῥῆμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα
2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο»)
νεοελλ.
(και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική διακοίνωση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥηματικόν
η μορφή του ρήματος (Διον. Αλ.). Επιρρ. ρηματικώς / ῥηματικῶς ΝΑ
κατά τον τρόπο του ρήματος, με ρήμα
νεοελλ.
προφορικά.
Russian (Dvoretsky)
ῥημᾰτικός: грам. глагольный Sext.