σταυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stavroforos
|Transliteration C=stavroforos
|Beta Code=staurofo/ros
|Beta Code=staurofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing a cross</b>, MAMA3.632 (Corycus).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bearing a cross]], MAMA3.632 (Corycus).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:44, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροφόρος Medium diacritics: σταυροφόρος Low diacritics: σταυροφόρος Capitals: ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: staurophóros Transliteration B: staurophoros Transliteration C: stavroforos Beta Code: staurofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing a cross, MAMA3.632 (Corycus).

Greek (Liddell-Scott)

σταυροφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων τὸν σταυρόν, Ἀνθ. Π. 8. 146, Βυζ.· - σταυροφορέω, φέρω (βαστάζω) τὸν σταυρόν, Νικήτ. Χρον. 253Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une croix.
Étymologie: σταυρός, φέρω.

Greek Monolingual

-ο / σταυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει σταυρό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα
βοτ. τα σταυρανθή
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος
πολεμιστής του μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φόρος].

Greek Monotonic

σταυροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, βαστάει τον σταυρό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σταυροφόρος: крестоносный Anth.

Middle Liddell

σταυρο-φόρος, ον, φέρω
bearing the cross, Anth.