τετράπνης: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(41) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrapnis | |Transliteration C=tetrapnis | ||
|Beta Code=tetra/pnhs | |Beta Code=tetra/pnhs | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with four nostrils]], τὸν τετράπνην ὕδρον Lyc. 1313 (nisi leg. <b class="b3">τετράπνουν</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:46, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A with four nostrils, τὸν τετράπνην ὕδρον Lyc. 1313 (nisi leg. τετράπνουν).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπνης: ὁ, ὁ ἀναπνέων ἐκ τεσσάρων μυκτήρων, τὸν τετράπνην ὕδρον, «τετρακέφαλον, τέσσαρας πνοὰς ἔχοντα» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1313˙ ἀλλ’ ἴσως εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετράπνουν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που αναπνέει με τέσσερεις ρώθωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πνέω. Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράπνους].