κυκνόπτερος: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyknopteros | |Transliteration C=kyknopteros | ||
|Beta Code=kukno/pteros | |Beta Code=kukno/pteros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[swan-plumed]], of Helen in reference to Leda and the swan, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1386</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:54, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.
Greek Monolingual
κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].
Greek Monotonic
κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κυκνόπτερος: с лебедиными крыльями Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.