Σαρδόνιος: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(4) |
(CSV import) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' сардинский Her., Theocr. | |elrutext='''Σαρδόνιος:''' сардинский Her., Theocr. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[Sardinian]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:23, 4 July 2020
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.
Greek Monolingual
και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: II ὁ уроженец или житель Сардинии Her.
Russian (Dvoretsky)
Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.