περίφοβος: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[περί]]-φοβος, ον,<br />in [[great]] [[fear]], [[exceeding]] [[fearful]], Thuc., Xen.; τινος of a [[thing]], Plat. | |mdlsjtxt=[[περί]]-φοβος, ον,<br />in [[great]] [[fear]], [[exceeding]] [[fearful]], Thuc., Xen.; τινος of a [[thing]], Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[afraid]], [[fearful]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A in great fear, τάρβος A.Supp.736 (lyr.), cf. Th.6.36, X.An.3.1.12, Lycurg.40, Hyp.Ath.13; τινος of a thing, Pl.Phdr. 239b; περὶ σφῶν αὐτῶν Plb.5.74.3; πρὸς τὸν θάνατον μαλακὸς καὶ π. Arist.EE1229b7. Adv. -βως Epicur.Fr.532, D.H.11.22, Plu.Arat.26.
German (Pape)
[Seite 599] ganz in Furcht gesetzt, sehr erschrocken; Aesch. Suppl. 717; Thuc. 6, 36; Plat. τινός, Phaedr. 239 b, περί τινος, Pol. 5, 74, 3.
Greek (Liddell-Scott)
περίφοβος: -ον, σφόδρα πεφοβημένος, ἔντρομος ἐκ φόβου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 736, Θουκ. 6, 36, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12˙ περίφοβος τοῦ καταφρονηθῆναι Πλάτ. Φαῖδρ. 239Β˙ περίφοβοι ἦσαν καὶ περὶ σφῶν καὶ περὶ τῆς πατρίδος Πολύβ. 5. 74, 3˙ πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 3. 1, 19. ― Ἐπίρρ. -βως, Διον. Ἁλ. 11. 22, Πλουτ. Ἄρατ. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très effrayé.
Étymologie: περί, φέβομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίφοβος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ φοβισμένος.
επίρρ...
περιφόβως ΝΜΑ
με πολύ μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φόβος (πρβλ. επί-φοβος)].
Greek Monotonic
περίφοβος: -ον, αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο φόβο, εξαιρετικά φοβισμένος, σε Θουκ., Ξεν.· τινος, για ένα πράγμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
περίφοβος: крайне испугавшийся, перепуганный (τινος Plat., περί τινος Polyb. и πρός τι Arst.): π. ἀνηγέρθη Xen. он в страхе проснулся.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφοβος -ον [περί, φόβος] hevig bevreesd; met gen..; περίφοβον ὄντα τοῦ καταφρονηθῆναι doodsbenauwd om geminacht te worden Plat. Phaedr. 239b; adv. περιφόβως met angst en beven. Plut. Arat. 26.2.
Middle Liddell
περί-φοβος, ον,
in great fear, exceeding fearful, Thuc., Xen.; τινος of a thing, Plat.