ὀφθαλμότεγκτος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, [[τέγγω]]<br />wetting the eyes, Eur. | |mdlsjtxt=ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, [[τέγγω]]<br />wetting the eyes, Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[bedewing the eyes]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A welling from the eyes, πλημμυρίς E.Alc.184.
German (Pape)
[Seite 426] die Augen benetzend, u. pass. mit benetzten Augen, Eur. Alc. 182.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμότεγκτος: -ον, ὁ βρέχων τοὺς ὀφθαλμούς, πλημμυρὶς Εὐρ. Ἄλκ. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux yeux mouillés.
Étymologie: ὀφθαλμός, τέγγω.
Greek Monolingual
ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].
Greek Monotonic
ὀφθαλμότεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμότεγκτος: увлажняющий глаза (πλημμυρίς Eur.).
Middle Liddell
ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, τέγγω
wetting the eyes, Eur.