ἄστεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στέφω]]<br />[[uncrowned]], Eur. | |mdlsjtxt=[[στέφω]]<br />[[uncrowned]], Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[uncrowned]], [[ungarlanded]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 4 July 2020
English (LSJ)
ον, (στέφω)
A uncrowned, τίς ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
German (Pape)
[Seite 375] nicht bekränzt, ungeehrt, Eur. Heracl. 441 τίς ἄστεπτος θεῶν;
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non paré de couronnes ou de guirlandes ; non honoré.
Étymologie: ἀ, στέφω.
Spanish (DGE)
-ον no coronado τίς γὰρ ἄ. θεῶν; E.Heracl.440.
Greek Monolingual
ἄστεπτος, -ον (Α) στέφω
1. αυτός που δεν έχει στεφθεί
2. εκείνος στον οποίο δεν έχει προσφερθεί στεφάνι.
Greek Monotonic
ἄστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που δεν έχει στέμμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστεπτος: не увенчанный, т. е. не окруженный почитанием (θεός Eur.).