ῥεμβασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=remvasmos
|Transliteration C=remvasmos
|Beta Code=r(embasmo/s
|Beta Code=r(embasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[roaming about]]: metaph., <b class="b2">wavering, anxious turn of mind</b>, ib.<span class="bibl"><span class="title">Wi.</span> 4.12</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[roaming about]]: metaph., [[wavering]], [[anxious turn of mind]], ib.<span class="bibl"><span class="title">Wi.</span> 4.12</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:05, 5 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεμβασμός Medium diacritics: ῥεμβασμός Low diacritics: ρεμβασμός Capitals: ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: rhembasmós Transliteration B: rhembasmos Transliteration C: remvasmos Beta Code: r(embasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A roaming about: metaph., wavering, anxious turn of mind, ib.Wi. 4.12.

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, das Umhertreiben, LXX.; – übtr., unruhiger, geängstigter, zweifelhafter Gemüthszustand, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεμβασμός: ὁ, τὸ ῥέμβεσθαι, περιπλανᾶσθαι· μεταφ., ἀνήσυχος καὶ τεταρασμένη διάθεσις τῆς ψυχῆς, ἀνησυχία τοῦ νοῦ, ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. Δ΄, 12). Ὁ Βαρῖνος ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ἀχαλίνωτος ἔννοια» καὶ «ζωῆς ἀφανισμός».

Greek Monolingual

ῥεμβασμός, ο ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ευάρεστη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, ονειροπόληση
2. ρομαντική διάθεση
μσν.-αρχ.
ανήσυχη και ταραγμένη διάθεση της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι μέσω ενός αμάρτυρου, στην αρχαία, ενεστ. ῥεμβάζομαι].