συναικλία: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synaiklia
|Transliteration C=synaiklia
|Beta Code=sunaikli/a
|Beta Code=sunaikli/a
|Definition=ἡ, (αἶκλον) Lacon. for <b class="b3">σύνδειπνον</b>, <span class="bibl">Alcm.70</span> (pl.): written [συν]αιγλία in <span class="title">SIG</span>1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).
|Definition=ἡ, (αἶκλον) Lacon. for [[σύνδειπνον]], <span class="bibl">Alcm.70</span> (pl.): written [συν]αιγλία in <span class="title">SIG</span>1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναικλία Medium diacritics: συναικλία Low diacritics: συναικλία Capitals: ΣΥΝΑΙΚΛΙΑ
Transliteration A: synaiklía Transliteration B: synaiklia Transliteration C: synaiklia Beta Code: sunaikli/a

English (LSJ)

ἡ, (αἶκλον) Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συναικλία: ἡ, (αἶκλον) Λακων. ἀντὶ σύνδειπνον, Ἀλκμὰν 57.

Greek Monolingual

και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].

Greek Monolingual

και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].