στύφος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styfos | |Transliteration C=styfos | ||
|Beta Code=stu/fos | |Beta Code=stu/fos | ||
|Definition= | |Definition=[[κέρδος]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:45, 7 July 2020
English (LSJ)
κέρδος, Hsch.
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».
(II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».
(II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].