καλλιχέλωνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιχέλωνος''': -ον, «[[καλλιχέλωνος]]· ὁ [[ὀβολός]]. εἶχε γὰρ τὸ [[νόμισμα]] [[χελώνη]] ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) [[Πολυδ]]. Θ΄, 74, πρβλ. [[χελώνη]] VI, Müller Aegin. σ. 95.
|lstext='''καλλιχέλωνος''': -ον, «[[καλλιχέλωνος]]· ὁ [[ὀβολός]]. εἶχε γὰρ τὸ [[νόμισμα]] [[χελώνη]] ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) Πολυδ. Θ΄, 74, πρβλ. [[χελώνη]] VI, Müller Aegin. σ. 95.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλιχέλωνος]], -ον (Α)<br />(για οβολό) αυτός που έχει ωραία [[απεικόνιση]] χελώνας.
|mltxt=[[καλλιχέλωνος]], -ον (Α)<br />(για οβολό) αυτός που έχει ωραία [[απεικόνιση]] χελώνας.
}}
}}

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιχέλωνος Medium diacritics: καλλιχέλωνος Low diacritics: καλλιχέλωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: kallichélōnos Transliteration B: kallichelōnos Transliteration C: kallichelonos Beta Code: kallixe/lwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a beautiful tortoise on it, ὀβολός Eup.141.

German (Pape)

[Seite 1311] mit einer schönen Schildkröte, ὀβολός, vom Gepräge, Eupol. bei Poll. 9, 74.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιχέλωνος: -ον, «καλλιχέλωνος· ὁ ὀβολός. εἶχε γὰρ τὸ νόμισμα χελώνη ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) Πολυδ. Θ΄, 74, πρβλ. χελώνη VI, Müller Aegin. σ. 95.

Greek Monolingual

καλλιχέλωνος, -ον (Α)
(για οβολό) αυτός που έχει ωραία απεικόνιση χελώνας.