αἰκιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, | |lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[ultrajante]], [[ignominioso]] Apollon.<i>Lex</i>.109, como glosa a [[ἀϊκής]] <i>Epim.Hom.Il</i>.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[violenta]], [[ultrajantemente]] Poll.8.76, Sch.Er.<i>Il</i>.22.336. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[ultrajante]], [[ignominioso]] Apollon.<i>Lex</i>.109, como glosa a [[ἀϊκής]] <i>Epim.Hom.Il</i>.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[violenta]], [[ultrajantemente]] Poll.8.76, Sch.Er.<i>Il</i>.22.336. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A prone to outrage, only in Adv. -κῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.