οἰνιστήρια: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνιστήρια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτὴ, καθ’ ἣν οἱ Ἀθηναῖοι πολῖται ἀπέκειρον τὸν μαλλόν, κόννον ἢ σκόλλυν τῶν υἱῶν αὐτῶν πρὶ ἐγγράψωσιν αὐτοὺς εἰς τοὺς ἐφήβους, [[τότε]] δὲ προσέφερον καὶ [[μέτρον]] οἴνου εἰς τὸν Ἡρακλέα, καὶ σπείσαντες ἔδιδον ἀκολούθως εἰς τοὺς συνελθόντας νὰ πίωσιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 28Α, πρβλ. Εὐστ. 907. 18, Ἡσύχ., Φώτ. Τὸ πρὸς τοῦτο ἐν χρήσει [[ποτήριον]] ἐκαλεῖτο οἰνιστηρία, ἡ, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 494F· ἢ οἰνίστρια, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 22.
|lstext='''οἰνιστήρια''': (ἐξυπ. [[ἱερά]]), τά, ἡ ἑορτὴ, καθ’ ἣν οἱ Ἀθηναῖοι πολῖται ἀπέκειρον τὸν μαλλόν, κόννον ἢ σκόλλυν τῶν υἱῶν αὐτῶν πρὶ ἐγγράψωσιν αὐτοὺς εἰς τοὺς ἐφήβους, [[τότε]] δὲ προσέφερον καὶ [[μέτρον]] οἴνου εἰς τὸν Ἡρακλέα, καὶ σπείσαντες ἔδιδον ἀκολούθως εἰς τοὺς συνελθόντας νὰ πίωσιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 28Α, πρβλ. Εὐστ. 907. 18, Ἡσύχ., Φώτ. Τὸ πρὸς τοῦτο ἐν χρήσει [[ποτήριον]] ἐκαλεῖτο οἰνιστηρία, ἡ, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 494F· ἢ οἰνίστρια, Πολυδ. Ϛ΄, 22.
}}
}}

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνιστήρια Medium diacritics: οἰνιστήρια Low diacritics: οινιστήρια Capitals: ΟΙΝΙΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: oinistḗria Transliteration B: oinistēria Transliteration C: oinistiria Beta Code: oi)nisth/ria

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, festival at which Athenians cut off the μαλλός, κόννος or σκόλλυς of their sons previous to their being enrolled among the ἔφηβοι, at the same time offering

   A a measure of wine (οἴνου μέτρον) to Heracles, and drinking part of it to the health of their φράτερες, Eup.135, Hsch., Phot. (οἰνιαστήρια in Eust.907.18).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνιστήρια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ, καθ’ ἣν οἱ Ἀθηναῖοι πολῖται ἀπέκειρον τὸν μαλλόν, κόννον ἢ σκόλλυν τῶν υἱῶν αὐτῶν πρὶ ἐγγράψωσιν αὐτοὺς εἰς τοὺς ἐφήβους, τότε δὲ προσέφερον καὶ μέτρον οἴνου εἰς τὸν Ἡρακλέα, καὶ σπείσαντες ἔδιδον ἀκολούθως εἰς τοὺς συνελθόντας νὰ πίωσιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 28Α, πρβλ. Εὐστ. 907. 18, Ἡσύχ., Φώτ. Τὸ πρὸς τοῦτο ἐν χρήσει ποτήριον ἐκαλεῖτο οἰνιστηρία, ἡ, Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 494F· ἢ οἰνίστρια, Πολυδ. Ϛ΄, 22.