νέοικος: Difference between revisions
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ | |lstext='''νέοικος''': -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος [[οἶκος]], [[νέος]] [[πολίτης]], Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, [[νεόκτιστος]], [[ἕδρα]] Πινδ. Ο. 5. 19. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A newly housed, a new denizen, Epich.12. II newly built, ἕδρα Pi.O.5.8.
German (Pape)
[Seite 242] neu augebau't, ἕδρα, Pind. Ol. 5, 8. – Auch = νεαπολίτης, Epicharm. bei Poll. 9, 26.
Greek (Liddell-Scott)
νέοικος: -ον, ὁ νεωστὶ κτησάμενος οἶκος, νέος πολίτης, Ἐπίχ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 26. ΙΙ. ὁ νεωστὶ οἰκοδομηθείς, νεόκτιστος, ἕδρα Πινδ. Ο. 5. 19.
English (Slater)
νέοικος, -ον
1 new founded ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις, of Kamarina, refounded in 461 B. C.) (O. 5.8)
Greek Monolingual
νέοικος, -ον (Α)
1. αυτός που απέκτησε κατοικία πρόσφατα, ο νέος κάτοικος ή ο νέος πολίτης
2. αυτός που οικοδομήθηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος («καὶ ὅν πατέρ' Ἄκρων 'ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οἶκος.
Greek Monotonic
νέοικος: -ον, πρόσφατα χτισμένος, νεόκτιστος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νέοικος: недавно установленный, вновь построенный (ἕδρα Pind.).