σάλπισμα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάλπισμα''': τό, [[ἦχος]] σάλπιγγος, | |lstext='''σάλπισμα''': τό, [[ἦχος]] σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[σαλπίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαλπίζω]], το να σαλπίζει [[κανείς]], να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό [[κομμάτι]] με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> [[ήχος]] που παράγεται, που βγαίνει από την [[σάλπιγγα]]<br /><b>3.</b> το [[παράγγελμα]] που δίνεται με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[μετάδοση]] διαταγής με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αναγγελία]] ενός σημαντικού γεγονότος, [[διακήρυξη]]. | |mltxt=το, ΝΑ [[σαλπίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σαλπίζω]], το να σαλπίζει [[κανείς]], να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό [[κομμάτι]] με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> [[ήχος]] που παράγεται, που βγαίνει από την [[σάλπιγγα]]<br /><b>3.</b> το [[παράγγελμα]] που δίνεται με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[μετάδοση]] διαταγής με την [[σάλπιγγα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αναγγελία]] ενός σημαντικού γεγονότος, [[διακήρυξη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A trumpet-call, Poll.4.86; σαλπισμός, ὁ, Thd.Nu.23.21.
German (Pape)
[Seite 860] τό, Trompetenschall, das mit der Trompete gegebene Zeichen, Poll. 4, 86.
Greek (Liddell-Scott)
σάλπισμα: τό, ἦχος σάλπιγγος, Πολυδ. Δ΄, 36· σαλπισμός ἢ -ιγμός, ὁ, αὐτόθι.
Greek Monolingual
το, ΝΑ σαλπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα
2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα
3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα
νεοελλ.
1. στρ. μετάδοση διαταγής με την σάλπιγγα
2. μτφ. αναγγελία ενός σημαντικού γεγονότος, διακήρυξη.