στεάτωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεάτωμα''': [ᾱ], τό, στεατῶδες [[οἴδημα]], Γαλην., κλπ.. ἴδε [[Πολυδ]]. Δ΄, 103· - [[ὡσαύτως]] ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.
|lstext='''στεάτωμα''': [ᾱ], τό, στεατῶδες [[οἴδημα]], Γαλην., κλπ.. ἴδε Πολυδ. Δ΄, 103· - [[ὡσαύτως]] ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως [[είναι]] το ψευδαθήρωμα, το [[χολοστεάτωμα]] κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων<br /><b>αρχ.</b><br />στεατώδες [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πέπλος]]: [[πέπλωμα]])].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως [[είναι]] το ψευδαθήρωμα, το [[χολοστεάτωμα]] κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων<br /><b>αρχ.</b><br />στεατώδες [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πέπλος]]: [[πέπλωμα]])].
}}
}}

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτωμα Medium diacritics: στεάτωμα Low diacritics: στεάτωμα Capitals: ΣΤΕΑΤΩΜΑ
Transliteration A: steátōma Transliteration B: steatōma Transliteration C: steatoma Beta Code: stea/twma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sebaceous tumour, Dsc.Eup.1.148, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.10.158, Poll.4.203:—also Dim. στεᾱτ-ωμάτιον, τό, Heliod. ap. Orib. 45.5.3.

German (Pape)

[Seite 931] τό, Talg, bes. Fettgeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεάτωμα: [ᾱ], τό, στεατῶδες οἴδημα, Γαλην., κλπ.. ἴδε Πολυδ. Δ΄, 103· - ὡσαύτως ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά.
2. ζωολ. γένος αραχνιδίων
αρχ.
στεατώδες οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + -ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)].