φαρύγγεθρον: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(44)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φᾰρύγγεθρον''': ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = [[φάρυγξ]], Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ [[αὐτόθι]] 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια [[τόπος]]».
|lstext='''φᾰρύγγεθρον''': ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = [[φάρυγξ]], Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ Πολυδ. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ [[αὐτόθι]] 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια [[τόπος]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φαρύγεθρον]] και [[φαρύγετρον]] και [[φαρύγαθρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φάρυγγας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φαρύγεθρον]]<br />ὁ κατὰ τὰ [[παρίσθμια]] [[τόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φάρυξ</i>, -<i>υγος</i> / -<i>υγγος</i> (για τις μορφές του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρυγγας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκανδάλη]]-<i>θρον</i>). Η [[μορφή]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> <i>ὄλ</i>-<i>ε</i>-[[θρος]])].
|mltxt=και [[φαρύγεθρον]] και [[φαρύγετρον]] και [[φαρύγαθρον]], τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[φάρυγγας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φαρύγεθρον]]<br />ὁ κατὰ τὰ [[παρίσθμια]] [[τόπος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φάρυξ</i>, -<i>υγος</i> / -<i>υγγος</i> (για τις μορφές του θ. <b>βλ. λ.</b> [[φάρυγγας]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκανδάλη]]-<i>θρον</i>). Η [[μορφή]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (<b>πρβλ.</b> <i>ὄλ</i>-<i>ε</i>-[[θρος]])].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰρύγγεθρον Medium diacritics: φαρύγγεθρον Low diacritics: φαρύγγεθρον Capitals: ΦΑΡΥΓΓΕΘΡΟΝ
Transliteration A: pharýngethron Transliteration B: pharyngethron Transliteration C: faryggethron Beta Code: faru/ggeqron

English (LSJ)

τό,

   A = φάρυγξ, Hp.Anat.1, Ruf.Onom.62, Aret.SA 1.7:—φαρύγεθρον Poll.2.207 (with v.l. -ετρον ib.99); φαρύγαθρον Hsch.

German (Pape)

[Seite 1257] τό, = Folgdm, Poll. 2, 99. 207.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰρύγγεθρον: ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = φάρυγξ, Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ Πολυδ. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ αὐτόθι 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».

Greek Monolingual

και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α
1. φάρυγγας
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον
ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, -υγος / -υγγος (για τις μορφές του θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα -ε-θρον (πρβλ. σκανδάλη-θρον). Η μορφή -ε-θρον του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός σχηματισμός προς τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. ὄλ-ε-θρος)].