ὀλιγόφρων: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόφρων''': ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, [[Πολυδ]]. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.
|lstext='''ὀλῐγόφρων''': ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, Πολυδ. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόφρων Medium diacritics: ὀλιγόφρων Low diacritics: ολιγόφρων Capitals: ΟΛΙΓΟΦΡΩΝ
Transliteration A: oligóphrōn Transliteration B: oligophrōn Transliteration C: oligofron Beta Code: o)ligo/frwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, φρον, τό, gen. ονος,

   A of small understanding, Ph.2.70, al., Plu.2.504b, Poll.4.14. Adv. -όνως ib.15.

German (Pape)

[Seite 322] mit wenigem Verstande, Plut. de garrul. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόφρων: ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, Πολυδ. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
peu intelligent.
Étymologie: ὀλίγος, φρήν.

Greek Monolingual

ὀλιγόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο μυαλό, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μετριό-φρων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόφρων: 2, gen. ονος неразумный, неумный Plut.