ὀδονταλγία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, | |lstext='''ὀδονταλγία''': ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀδονταλγία]]) [[οδονταλγώ]]<br />[[πόνος]] οδοντικής προέλευσης, [[πονόδοντος]]. | |mltxt=η (Α [[ὀδονταλγία]]) [[οδονταλγώ]]<br />[[πόνος]] οδοντικής προέλευσης, [[πονόδοντος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:47, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A toothache, Id.3.19 (pl.), Poll.2.96, Gal.10.82, al.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, das Zahnweh, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδονταλγία: ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
Greek Monolingual
η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.