λείουρος: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leiouros | |Transliteration C=leiouros | ||
|Beta Code=lei/ouros | |Beta Code=lei/ouros | ||
|Definition= | |Definition=[[αἴλουρος]], Hsch. λείουσι, poet.for [[λέουσι]], dat.pl. of [[λέων]]. λειούσματα <span class=foreign>ἢ λεγούσματα <b class="b3">εἶδος καταφράκτου, Γαλάται</b>, Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:00, 8 July 2020
English (LSJ)
αἴλουρος, Hsch. λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.
Greek (Liddell-Scott)
λείουρος: «αἴλουρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λείουρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ-ουρος, πάγ-ουρος].