Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
(6_12)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pteris
|Transliteration C=pteris
|Beta Code=pteri/s
|Beta Code=pteri/s
|Definition=ίδος, or πτέρις, εως, ἡ, acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πτέριν Dsc.4.185: nom. pl. πτέρεις <span class="bibl">Plb.3.71.4</span>:—<b class="b2">male fern, Aspidium Filix-mas</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.5</span>,<span class="bibl">8.7.7</span>, <span class="bibl">9.20.5</span>, <span class="bibl">Theoc.3.14</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[πολυπόδιον]], Ps.-Dsc.4.186. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">νυμφαία π</b>.,= <b class="b3">θηλυπτερίς</b>, Dsc.4.185; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187.</span>
|Definition=ίδος, or πτέρις, εως, ἡ, acc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> πτέριν Dsc.4.185: nom. pl. πτέρεις <span class="bibl">Plb.3.71.4</span>:—<b class="b2">male fern, Aspidium Filix-mas</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.5</span>,<span class="bibl">8.7.7</span>, <span class="bibl">9.20.5</span>, <span class="bibl">Theoc.3.14</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[πολυπόδιον]], Ps.-Dsc.4.186. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">νυμφαία π</b>.,= [[θηλυπτερίς]], Dsc.4.185; = [[δρυοπτερίς]], Ps.-Dsc.4.187.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερίς''': -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― [[Κατὰ]] τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ [[μέγεθος]] ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς [[πτέρυξ]]» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.
|lstext='''πτερίς''': -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― [[Κατὰ]] τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ [[μέγεθος]] ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς [[πτέρυξ]]» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.
}}
}}

Revision as of 12:40, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερίς Medium diacritics: πτερίς Low diacritics: πτερίς Capitals: ΠΤΕΡΙΣ
Transliteration A: pterís Transliteration B: pteris Transliteration C: pteris Beta Code: pteri/s

English (LSJ)

ίδος, or πτέρις, εως, ἡ, acc.

   A πτέριν Dsc.4.185: nom. pl. πτέρεις Plb.3.71.4:—male fern, Aspidium Filix-mas, Thphr.HP1.10.5,8.7.7, 9.20.5, Theoc.3.14, etc.    II = πολυπόδιον, Ps.-Dsc.4.186.    III νυμφαία π.,= θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187.

Greek (Liddell-Scott)

πτερίς: -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― Κατὰ τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ μέγεθος ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς πτέρυξ» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.