ψηρός: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiros | |Transliteration C=psiros | ||
|Beta Code=yhro/s | |Beta Code=yhro/s | ||
|Definition=ά, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ξηρός]], Suid.; cf. [[μες<ς>όψηρον,]] and perh. | |Definition=ά, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[ξηρός]], Suid.; cf. [[μες<ς>όψηρον,]] and perh. [[ψαρός]] (B).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ά, όν,
A = ξηρός, Suid.; cf. [[μες<ς>όψηρον,]] and perh. ψαρός (B).
German (Pape)
[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.
Greek (Liddell-Scott)
ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].